Μία αξιόλογη ελληνική προσπάθεια
Μετά την Τσεχία το 2016, η ελληνική «εθνική ομάδα» Αναβάσεων πέτυχε άλλη μία ιδιαίτερα αξιόλογη εμφάνιση στο Gubbio της Ιταλίας, στο τρίτο FIA Hill Climb Masters, σε επίπεδο ατομικών επιδόσεων των οκτώ Ελλήνων οδηγών όσο και με την 11η θέση μεταξύ 20 χωρών στο Κύπελλο Εθνών.
Με εξαίρεση τον Σταμάτη Κατσίμη, που αγωνιζόταν με το Mitsubishi Lancer EvoIX R4 στη σχετικά σαφή κατηγορία S20 (προδιαγραφών R4-R5), οι υπόλοιποι επτά οδηγοί αγωνιζόταν στις κατηγορίες Ε1 και Open TCGT, στις οποίες υπήρχε ιδιαίτερα μεγάλο εύρος ιπποδυνάμεων, κυβισμών, βαρών, και εθνικών τεχνικών κανονισμών. Κι αν, με αυτό το δεδομένο, δεν μπορεί να υπάρξει ευθεία σύγκριση, μπορεί τουλάχιστον να ειπωθεί ότι οι Έλληνες οδηγοί ήταν εξίσου ταχείς, ή και ενίοτε ταχύτεροι, συνδυασμών με ισχυρότερα αυτοκίνητα.
Ήταν ένας δύσκολος γρίφος σε ατομικό επίπεδο ο συναγωνισμός, αλλά δυσκολότερος ακόμα έγινε -βάσει των εναλλασσόμενων συνθηκών που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν- ο γρίφος της μάχης του Κυπέλλου Εθνών για τους τέσσερις οδηγούς που συμμετείχαν σε αυτόν: τους Παναγιώτη Ηλιόπουλο, Γιώργο Κεχαγιά, Παναγιώτη Λιώρη και Παναγιώτη Σολδάτο.
Σ’ αυτή τη δοκιμασία, που κάθε οδηγός έπρεπε να φέρει όσο το δυνατόν πιο κοντά το χρόνο δύο εκ των τριών σκελών στα οποία συμμετείχε, το πρώτο πρωινό σκέλος θα έπρεπε να βγει από την «εξίσωση», διότι διεξήχθη με θερμοκρασία σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με τη μεσημεριανή και, κυρίως, με πολλή υγρασία στην άσφαλτο μέσα στην καταπράσινη και γραφική κοιλάδα πίσω από τους λόφους του Gubbio. Επιπλέον, ένα μικρό πρόβλημα στην κρεμαγιέρα του Ford Fiesta Turbo δεν επέτρεψε στον Π. Σολδάτο να συμμετάσχει στο πρώτο σκέλος.
Στο δεύτερο σκέλος οι τέσσερις οδηγοί του Κυπέλλου Εθνών δεν αντιμετώπισαν κανένα πρόβλημα, όμως τα πράγματα έγιναν πολύ περίπλοκα στο τρίτο. Ένα σπασμένο κάρτερ στο αυτοκίνητο που εκκινούσε ακριβώς μπροστά από τον Π. Λιώρη, και ενώ λίγο αργότερα θα εκκινούσαν και οι Π. Ηλιόπουλος και Γ. Κεχαγιάς, άλλαξε εντελώς τα δεδομένα της πρόσφυσης – και ανέβασε σημαντικά το βαθμό δυσκολίας της προσπάθειας επίτευξης ίδιου χρόνου με το μεσημεριανό, ή ακόμα και με το εντελώς διαφορετικό πρωινό πέρασμα.
Η ελληνική ομάδα κατάφερε να πετύχει συνολική διαφορά (των τριών εκ των τεσσάρων οδηγών, που υπολογίζονται στην τελική βαθμολόγηση) μόλις 1,78 δευτερολέπτων, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό να την ανεβάσει πάνω από την 11η θέση – γεγονός ενδεικτικό του πολύ υψηλού επιπέδου του συναγωνισμού στην ελίτ των ευρωπαϊκών Αναβάσεων.
Σε ατομικό επίπεδο, τώρα, ο Στ. Κατσίμης είχε έναν από εκείνους τους αγώνες που πήγε στραβά ότι μπορούσε να πάει. Ο πολύπειρος σε διεθνείς αγώνες Έλληνας οδηγός, μετά το χθεσινό του ατύχημα στην πρώτη στροφή στο β’ σκέλος των δοκιμών, είχε ένα αντίστοιχο συμβάν και σήμερα στο β’ αγωνιστικό σκέλος – με τη διαφορά όμως ότι αυτή τη φορά η ζημιά στο πίσω δεξί άκρο του Lancer EvoIX R4 έπιασε και τον τροχό και την ανάρτηση, και δεν ήταν άμεσα επισκευάσιμη.
Το πρωί ο Κατσίμης είχε πετύχει το δεύτερο χρόνο με διαφορά 1,3 δευτ. από τον Πολωνό R. Slugocki, και μάλιστα τον είχε πετύχει με τα σκληρότερα soft ελαστικά. Είναι εύλογο το ερώτημα πόσο ταχύτερα θα μπορούσε να είχε κινηθεί με τα νέα supersoft της Pirelli στο δεύτερο πέρασμα, αν δεν συνέβαινε η ανεξήγητη επαναληψιμότητα του χθεσινού του ατυχήματος.
Στην Ε1, τώρα, ο Γ. Κεχαγιάς (Ford Sierra RS500) και ο Βασίλης Ρέκκας (Citroen Saxo) αντιμετώπισαν με ιδιαίτερη επιτυχία τον πολύπλευρο συναγωνισμό. Ο πρώτος, που πέτυχε τον ταχύτερο χρόνο του στο πρώτο ανέβασμα, έφτασε περίπου 3,5 δευτ. μακριά από την πρώτη δεκάδα, σε σύνολο 23 συμμετοχών, ενώ ο δεύτερος με δαιμόνιο ρυθμό, και με τα γνωστά του από την Ελλάδα Michelin, πέρασε αρκετά αυτοκίνητα μεγαλύτερου κυβισμού.
Στην Open TCGT, που μετρούσε 54 αυτοκίνητα με ελάχιστες ομοιότητες μεταξύ τους, οι Π. Σολδάτος έφτασε στην 13η θέση με το Fiesta Turbo -και μόλις 0,35 δευτ. από την δεκάδα!-, ο Π. Ηλιόπουλος πέτυχε τον 23ο χρόνο -χωρίς να έχει την ευχέρεια, λόγω διαστάσεων των τροχών- να χρησιμοποιήσει τα supersoft, ενώ ο Π. Λιώρης με το Ford Escort WRC ακολούθησε στην 27η θέση, με το γνωστό πρόβλημα της ολισθηρότητας στην τελευταία του προσπάθεια – και ενώ από το πρώτο στο δεύτερο πέρασμά του είχε κατεβάσει το χρόνο του κατά 2,5 δευτερόλεπτα.
Ο Τρύφωνας Χασάπης (Citroen AX Sport) προσέφερε στο δεύτερό του πέρασμα ένα από τα πιο θεαματικά στιγμιότυπα του διημέρου, διορθώνοντας περίτεχνα μια πλαγιολίσθηση διαρκείας σε μια παρατεταμένη αριστερή – που οριακά δεν κατέληξε στη μπαριέρα της εσωτερικής! Στο πρώτο του πέρασμα είχε επίσης ένα τετ-α-κε, απόρροια του προβλήματος που αντιμετώπιζε με τη θέρμανση των ελαστικών, και έτσι φυσικά το τρίτο του πέρασμα ήταν το καλύτερο, και τον ανέβασε στην 31η θέση.
Πέντε θέσεις πιο πίσω του, στην 36η θέση, καθώς το Peugeot 106 του ήταν ένα από τα λιγότερο ισχυρά αυτοκίνητα της κατηγορίας, ο Κίμωνας Θέος ήταν ασταμάτητος στον πρώτο του διεθνή αγώνα. Τόσο που το δεύτερο με το τρίτο του πέρασμα χωρίστηκαν από μόλις δύο εκατοστά του δευτερολέπτου, και τόσο που οι χρόνοι του τον ανέβασαν στην 4η θέση της οκτάδας των οδηγών κάτω των 25 ετών!
Η οκτάδα των Ελλήνων οδηγών, και πάλι με τις οδηγίες του αρχηγού της ομάδας Μάριου Ξανθάκου, αφήνει το Gubbio και το 3ο FIA Hill Climb Masters έχοντας κυματίσει ψηλά, και με υπερηφάνεια, την ελληνική σημαία – και δίνει ραντεβού για το 2020!