Αυθεντικό σπορ πνεύμα
Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στην ιστορία μπορεί κάποιος να διαπιστώσει αμέσως τη σχέση μεταξύ της παραδοσιακής βρετανικής μάρκας και του μηχανικού θρυλικών σπορ αυτοκινήτων.
Για τους φίλους της αυτοκίνησης που διαθέτουν χειρονακτικές δεξιότητες, οι εγκαταστάσεις στο Surbiton – προάστιο του Λονδίνου – πρέπει να ήταν παράδεισος. Παλιοσίδερα παντού, εξαρτήματα αυτοκινήτων, ελαστικά και ένας αφοσιωμένος πατέρας να βιδώνει αυτοκίνητα και ποδήλατα σε ένα γκαράζ. Και στη μέση αυτού του σκηνικού, κάποιος John Cooper, ο οποίος έθεσε τις βάσεις για μία εξαιρετική καριέρα ως μηχανικός αγωνιστικών αυτοκινήτων στο μέρος αυτό, αμέσως μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι σήμερα, το όνομά του δεν είναι συνδεδεμένο μόνο με μεγάλες επιτυχίες στη Formula One, αλλά και με ιδιαίτερα σπορ μοντέλα της μάρκας MINI. Χάρη στη δέσμευση του John Cooper, μία ισχυρότερη έκδοση του επαναστατικού μικρού αυτοκινήτου ήρθε στην αγορά μόλις δύο χρόνια αφότου λανσαρίστηκε το κλασικό Mini το 1959. Το Mini Cooper εντυπωσίασε αμέσως με τις συναρπαστικές επιδόσεις και την εξαιρετική ευελιξία του. Ακόμα και μετά από 60 χρόνια, τα ονόματα του Βρετανού κατασκευαστή αυτοκινήτων που έχει γράψει ιστορία και του θρυλικού μηχανικού σπορ αυτοκινήτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους όταν μιλάμε για απόλυτη διασκεδαστική οδήγηση από μίνιμαλ εξωτερικές διαστάσεις.
Αυτή η σχέση βασίζεται σε ένα αυθεντικό σπορ πνεύμα. Στη Μ. Βρετανία, η επιθυμία του κόσμου για αγώνες επανήλθε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Σε όλη τη χώρα, οροθετήθηκαν πίστες και πραγματοποιήθηκαν αγώνες. Ο John Cooper είχε το ταλέντο και τη φιλοδοξία να αφήσει το αποτύπωμά του στο σκηνικό αυτό. Ήταν μόλις 23 ετών και αυτός και ο πατέρας του Charles ίδρυσαν την Cooper Car Company το 1946, που σύντομα δημιούργησε και κατασκεύασε τα επιτυχημένα αγωνιστικά αυτοκίνητα Formula 3 και Formula 2. Η εφευρετικότητα του υιού μάλιστα έφτασε το αποκορύφωμά της με την κατασκευή ενός νέου τύπου αγωνιστικού μονοθεσίου της Formula 1 όπου ο κινητήρας δεν βρισκόταν μπροστά από τον οδηγό, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, αλλά πίσω από αυτόν. Ο Cooper γιόρτασε τις πρώτες του νίκες με το συγκεκριμένο όχημα το 1958. Το 1959 και το 1960, ο Jack Brabham έγινε ακόμα και παγκόσμιος πρωταθλητής με Cooper. Και η επαναστατική διάταξη του κινητήρα στο κέντρο καθιερώθηκε μόνιμα στους αγώνες Grand Prix. Η ομάδα του Cooper παρέμεινε ενεργή στη Formula 1 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960. Μεταξύ των πιο διάσημων πιλότων, εκτός από τον Jack Brabham, ήταν οι Sir Stirling Moss, Bruce McLaren και Jochen Rindt.
Και ενώ τα πρωτοποριακά αγωνιστικά αυτοκίνητα της Formula 1 αποτελούν πλέον παρελθόν, η επιρροή του John Cooper στη σπορ οδηγική εμπειρία με μοντέλα παραγωγής παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα. Και σε αυτό τον τομέα, όλα ξεκίνησαν με μία επαναστατική σχεδίαση. Ενώ ο John Cooper ήταν απασχολημένος με το να γράψει ιστορία στους αγώνες formula, ο μηχανικός Alec Issigonis είχε δημιουργήσει ένα νέο μικρό αυτοκίνητο για την British Motor Corporation. Με εξωτερικό μήκος μόλις λίγο περισσότερο από τρία μέτρα, το κλασικό Mini προσέφερε εκπληκτική ευρυχωρία για τέσσερις επιβάτες και τις αποσκευές τους. Ο Issigonis είχε τοποθετήσει τον κινητήρα εγκάρσια μπροστά, με το κιβώτιο ακριβώς από κάτω. Οι τροχοί που ήταν τραβηγμένοι στα άκρα και οι κοντοί πρόβολοι ανέλαβαν τα υπόλοιπα. Με τον εγκάρσια τοποθετημένο τετρακύλινδρο κινητήρα του και εμπρόσθια κίνηση (FWD), το κλασικό Mini αποτέλεσε τη βάση για μία σχεδίαση μικρών και compact αυτοκινήτων που ήταν εντελώς νέα εκείνη την εποχή και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα.
Το κλασικό Mini ξεκίνησε αποδίδοντας 34 ίππους, αλλά ήταν ελαφρύ και εξαιρετικά ευέλικτο στις στροφές χάρη στην εμπρόσθια κίνηση, στο φαρδύ μετατρόχιο και στην υψηλή στρεπτική ακαμψία του αμαξώματος. Και ενώ ο Issigonis αρχικά είχε στα χέρια του ένα χαμηλού κόστους, οικονομικό αυτοκίνητο για όλους, ο John Cooper αναγνώρισε αμέσως τις σπορ δυνατότητες του κλασικού Mini. Οι δύο δαιμόνιοι μηχανικοί είχαν ήδη συναντηθεί κατά τη διάρκεια κοινών αγωνιστικών δραστηριοτήτων, αργότερα καλλιέργησαν επαγγελματικές σχέσεις και με το πέρασμα του χρόνου ανέπτυξαν μία βαθιά φιλία. Παρόλα αυτά, χρειάστηκε πολλή πειθώ για να τονωθεί το σπορ ταμπεραμέντο του κλασικού Mini. Με τις ευλογίες της διοίκησης της BMC, ο John Cooper αρχικά κατασκεύασε μία μικρή παρτίδα 1.000 οχημάτων, των οποίων ο τροποποιημένος κινητήρας, με χωρητικότητα αυξημένη στα σχεδόν 1.000 κυβ. εκ., παρήγαγε 55 hp, αρκετά για μία τελική ταχύτητα 135 km/h. Ο Cooper προσέφερε επίσης ένα κιβώτιο με πιο πυκνή κλιμάκωση, μεγαλύτερη ακρίβεια επιλογέα, δισκόφρενα στους εμπρός τροχούς και φαρδύτερα ελαστικά. Επιπλέον, η οροφή είχε αντίθετο χρωματισμό και το εσωτερικό ήταν δίχρωμο. Έτσι το πρώτο Mini Cooper ήρθε στην αγορά το Σεπτέμβριο του 1961.
Οι αντιδράσεις ήταν ενθουσιώδεις με μία μόνο επιθυμία να έχει μείνει ανεκπλήρωτη: την αύξηση της ισχύος. Ο Cooper και ο Issigonis, οι οποίοι είχαν πειστεί για το σπορ ταλέντο του κλασικού Mini, αύξησαν τη χωρητικότητα του κινητήρα στα 1.071 κ.εκ., που κατ’ επέκταση αύξησε την ισχύ στα 70 hp. Η τεχνολογία πλαισίου προσέφερε μία ακόμα σημαντική ώθηση στο σπορ χαρακτήρα του κλασικού Mini: Ο Issigonis άνοιξε νέους ορίζοντες με τα συστήματα διεύθυνσης και ανάρτησης, και έθεσε τις βάσεις για την go-kart αίσθηση που παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής μέχρι σήμερα. Ομο-κινητικοί universal σύνδεσμοι μείωναν τις αντιδράσεις στο τιμόνι κατά την επιτάχυνση, ένα υποπλαίσιο (στο οποίο εδράζονταν οι πίσω τροχοί), βελτίωνε την κατευθυντική ευστάθεια, ενώ ελαστικά ελατήρια (φούσκες) και μικρά τηλεσκοπικά αμορτισέρ διασφάλιζαν ακριβή απόκριση και προοδευτική δράση ελατηρίων.
Το Mini Cooper σημείωσε άμεση επιτυχία στις αγωνιστικές πίστες και στους αγώνες ράλι. Έγινε θρύλος με τις εμφανίσεις του στο Ράλι Monte Carlo. Το 1963, ο Φινλανδός Rauno Aaltonen πέτυχε την πρώτη νίκη κατηγορίας. Εκτός από τους θριάμβους, η δημοτικότητα του Mini Cooper αυξανόταν με την πάροδο του χρόνου, κατά τη διάρκεια των εμφανίσεών του. Επικρατώντας έναντι πολυάριθμων μεγαλύτερων και ισχυρότερων αντιπάλων, έγινε το αγαπημένο του κοινού. Ορόσημα στην αγωνιστική καριέρα του ήταν οι νίκες γενικής κατάταξης που σημειώθηκαν με Mini Cooper S στο Ράλι Monte Carlo το 1964, 1965 και 1967. Στη συνέχεια, η καριέρα στους αγώνες ράλι του κλασικού Mini πλησίαζε στο τέλος.
Στο δρόμο, το Mini Cooper ενθουσίασε τους θαυμαστές του από το 1961 μέχρι το 1971, και το διάστημα αυτό η ονομασία του μοντέλου έγινε συνώνυμο της ενθουσιώδους διασκεδαστικής οδήγησης. Όμως το όνομα John Cooper παρέμεινε σταθερά στην κοινότητα των θαυμαστών του κλασικού Mini. Τα κιτ βελτίωσης που ανέπτυξε ο Cooper για τα οχήματα παραγωγής Mini γνώρισαν ισχυρή ζήτηση τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Το 1990, το Mini Cooper επέστρεψε στην οικογένεια. Ο τετρακύλινδρος κινητήρας 1.3L που αρχικά απέδιδε 61 ίππους λειτουργούσε τώρα κάτω από το μικρό καπό. Έτσι, οι φίλοι του αυτοκινήτου απολάμβαναν τις φουρκέτες και τις στροφές που ξετυλίγονταν σαν σερπαντίνες ανά τον κόσμο με ένα ευέλικτο και σπορ Mini Cooper. Η έκδοση αυτή με τους 63 ίππους κατασκευαζόταν μέχρι το φθινόπωρο του 2000. Ο διάδοχός του ήταν ήδη έτοιμος να αναλάβει τη σκυτάλη εκείνη την εποχή.
Η εξαγορά του Rover Group από την BMW στις αρχές του 1994 άνοιξε εντελώς νέες προοπτικές για τη μάρκα MINI. Στη Διεθνή Έκθεση Αυτοκινήτου της Φρανκφούρτης (IAA) το 1997, παρουσιάστηκε η μελέτη ενός MINI Cooper, που προσέφερε την προοπτική μιας νέας έκδοσης του μοναδικού Βρετανικού μικρού αυτοκινήτου. Ως μία σύγχρονη ερμηνεία της παραδοσιακής φιλοσοφίας του οχήματος, συνδύαζε τις κλασικές αξίες του προκατόχου του με τις απαιτήσεις ενός σύγχρονου αυτοκινήτου στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Έτσι, το 2001, γεννήθηκε το νέο MINI.
Το νέο MINI ήταν μεγαλύτερο, κομψότερο, πιο πολύχρωμο και, ασφαλώς, πιο προηγμένο τεχνολογικά. Επίσης, μετέφερε την τυπική αίσθηση go-kart του κλασικού Mini στη σύγχρονη εποχή. Την ίδια στιγμή, το MINI που κατασκευαζόταν στην Οξφόρδη (Αγγλία), παρουσιάστηκε ως το πρώτο πολυτελές μοντέλο της μικρής κατηγορίας. Αντίθετα με το κλασικό, το MINI Cooper υπήρξε αναπόσπαστο μοντέλο της γκάμας στο λανσάρισμα. Με μέγιστη ισχύ 85 kW/115 hp, δικαίωσε το όνομά του. Ο κινητήρας και το πλαίσιο συνεργάστηκαν αρμονικά με στόχο την απόλυτη διασκεδαστική οδήγηση. Ο τετρακύλινδρος, κινητήρας, εγκάρσια και μπροστά τοποθετημένος, είχε χωρητικότητα 1.600 κυβ. εκ. Το MINI Cooper μπορούσε να επιταχύνει από στάση στα 100 km/h σε 9,2 δευτερόλεπτα μέχρι την τελική ταχύτητα των 197 km/h. Η υψηλής ποιότητας τεχνολογία πλαισίου του MINI Cooper περιλάμβανε γόνατα MacPherson στον εμπρός άξονα, ισομεγέθη ημιαξόνια και πίσω άξονα πολλαπλών συνδέσμων μοναδικό στην κατηγορία των μικρών αυτοκινήτων, τέσσερα δισκόφρενα και σύστημα ελέγχου ευστάθειας DSC (Dynamic Stability Control).
Η επιθυμία για ακόμα περισσότερη ισχύ εκπληρώθηκε επίσης από το σύγχρονο MINI. Το 120 kW/163 hp MINI Cooper S ακολούθησε στις αρχές του φθινοπώρου του 2001.
Το Νοέμβριο του 2006, η νέα έκδοση του MINI κυκλοφόρησε με εξελιγμένη φιλοσοφία σχεδίασης και εκ βάθρων τεχνική αναβάθμιση. Το σλόγκαν ήταν “From the Original to the Original”, και η οπτική εμφάνιση του MINI, με τις πολυάριθμες διθυραμβικές κριτικές, ανανεώθηκε στα σημεία, για τη δημιουργία μεγαλύτερης έντασης στις σπορ, περίτεχνα σμιλεμένες καμπύλες. Το MINI Cooper με 88 kW/120 hp και το MINI Cooper S με 128 kW/175 hp, που ήταν διαθέσιμα την εποχή του λανσαρίσματος, κέρδισαν άμεσα τις εντυπώσεις με τις αναβαθμισμένες επιδόσεις και τις αισθητά μειωμένες τιμές κατανάλωσης καυσίμου και εκπομπών ρύπων. Δύο χρόνια αργότερα, το Mini Cooper προσέφερε μία σπορ οδηγική εμπειρία για πρώτη φορά και με πολύ αποδοτικούς κινητήρες diesel. Με το MINI Cooper D, 81 kW/110 hp, και με το Mini Cooper SD, που λανσαρίστηκε λίγο αργότερα, τα 125 kW/170 hp υπόσχονταν μία δυναμική οδήγηση.
Κατά τη δημιουργία του σύγχρονου MINI με την αλλαγή της χιλιετίας, ο Mike Cooper είχε ήδη φέρει στο project την τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει από την οικογένειά του. Ο γιος του John Cooper είχε πάθος με τις πιο σπορ εκδόσεις MINI. Τα επόμενα χρόνια, η σχέση με την παράδοση προχώρησε σε άλλο επίπεδο. Στις αρχές του 2007, το BMW Group απέκτησε τα δικαιώματα μάρκας της John Cooper Garages. Ως αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας, το τμήμα John Cooper Works εντάχθηκε επίσημα στη μάρκα MINI από το 2008. Από τότε, τα σπορ μοντέλα John Cooper Works ενσαρκώνουν την απόλυτη ισχύ και τις μέγιστες επιδόσεις που μπορεί κάποιος να βιώσει σε ένα MINI.
Ακόμα και στην τρέχουσα γενιά του μοντέλου, το MINI Cooper προσφέρει αυξημένα επίπεδα διασκεδαστικής οδήγησης μέσα από διάφορες μορφές. Με έναν τρικύλινδρο βενζινοκινητήρα κάτω από το καπό, παράγει τώρα 100 kW/136 hp. Επιπλέον, το όνομα Cooper δίδεται τώρα σε ολόκληρη τη γκάμα του τρέχοντος προγράμματος μοντέλων. Το πρώτο, αμιγώς ηλεκτρικό μοντέλο της μάρκας ονομάζεται MINI Cooper SE (συνδυασμένη κατανάλωση ενέργειας: 17,6 – 15,2 kWh/100 km σύμφωνα με το πρότυπο WLTP, συνδυασμένες εκπομπές CO2: 0 g/km). Με την ισχύ ενός ηλεκτροκινητήρα 135 kW/184 hp, συνδυάζει βιώσιμη κινητικότητα με χαρακτηριστική διασκεδαστική οδήγηση, εκφραστική σχεδίαση και πολυτελή ποιότητα. Στην άλλη πλευρά του φάσματος βρίσκεται το νέο MINI John Cooper Works GP (συνδυασμένη κατανάλωση καυσίμου: 7,3 l/100 km, συνδυασμένες εκπομπές CO2: 167 g/km σύμφωνα με το πρότυπο WLTP). Με τετρακύλινδρο κινητήρα turbo 225 kW/306 hp, είναι το ταχύτερο MINI που έχει ταξινομηθεί ποτέ για το δρόμο. Είτε κινείται με μηδενικές εκπομπές ρύπων στην καθημερινή κυκλοφορία της πόλης, είτε αγωνίζεται στοχεύοντας στους καλύτερους χρόνους στην πίστα: κάθε μοντέλο MINI που περιλαμβάνει τη λέξη ‘Cooper’ στην ονομασία του ενσαρκώνει το μοναδικό, βρετανικό σπορ πνεύμα μιας συνεργασίας που χρονολογείται εδώ και 60 χρόνια.